Θεοφράστου Χαρακτήρες… (10)

Θεόφραστος (Τύρταμος ή Εύφραστος) ο Ερέσιος (372-287 π.Χ.)

by ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

10. [Μικρολογίας[1]] Φιλαργυροτσιγγουνιά – Παραδόπιστος

Η φιλαργυροτσιγγουνιά είναι μια οικονομία,
που μέτρο κι όριο ξεπερνά, χωρίς σκέψη καμία.
Ο τσιγγουνοφυλάργυρος είν’ ένας χαρακτήρας,
που πάει σε σπίτια οφειλετών, πριν λήξει καν ο μήνας[2],
για να ζητήσει τα λεφτά, όσα ο καθείς χρωστάει,
κι αν είναι κι ημιώβολο, δεν τους το παρατάει.
Σαν πάει στα συσσίτια[3] τρώει, πίνει, γλεντάει,
και τα ποτήρια του κρασιού των άλλων τα μετράει,
κι απ’ τους συνδαιτυμόνες του που είναι στο τραπέζι,
στην Άρτεμη[4], την πιο μικρή μερίδα αυτός προσφέρει.
Αν κάποιος εις την αγορά γι’ αυτόν ψωνίσει κάτι,
και σε τιμή φτηνότατη -*[τέτοια, που βγάζει μάτι!]*-
ο τσιγγουνοφιλάργυρος πανάκριβη τη βρίσκει.
Αν τύχει ο υπηρέτης του, όταν καταναλίσκει,
να σπάσει το τσουκάλι του, είτε και το πινάκι,
το κόστος τους παρακρατεί, στερώντας του φαγάκι.
Αν, πάλι, η γυναίκα του χάσει καμιά δεκάρα[5],
ο τσιγγουνοφυλάργυρος τα κάνει όλα μαντάρα:
κρεβάτια, κατσαρολικά, τα πάντα αναστατώνει,
μπαούλα, πανωσέντονα, ψάχνει κι ανακατώνει.
Εάν πουλήσει τίποτα πανάκριβα το δίνει,
ώστε για τον αγοραστή ωφέλεια να μη μείνει.
Και δεν αφήνει άνθρωπο, εις τον δικό του κήπο
ν’ απλώσει το χεράκι του, να πάρει κάνα σύκο,
ούτε στο χτήμα του κανείς να κάνει βηματάκι,
ή να μαζέψει μια ελιά ή χουρμά απ’ το χωματάκι,
αν έτυχε από κλαριά να πέσουν κάτω χύμα.
Ελέγχει καθημερινά τα σύνορα στο χτήμα,
αν όντως είναι σταθερά κι αν μένουνε στα ίδια.
-*[Ή μήπως του τα έκλεψαν οι γείτονες – “τα φίδια”.]*-
Εάν σε άλλους χρήματα με τόκο αυτός δανείζει,
πάει τα ζητάει στη μέρα τους, κι έτσι τα αυγατίζει,
τόκο από τους τόκους τους ως διάφορο να πάρει.
Όταν στους συνδημότες του αυτός τραπέζι κάνει[6],
κρέας σερβίρει μίζερα, και σε μικρά κομμάτια,
-*[τσιουρούτικα, τσιγγούνικα, ρίχνει στάχτη στα μάτια.]*-
Όταν πάει στην αγορά κάτι για να ψωνίσει,
με άδεια χέρια σπίτι του, σαν πάντα, θα γυρίσει.
Αλλά και στη γυναίκα του αυτός τ’ απαγορεύει[7],
να δίνει εκείνη δανεικά[8] σε όποιον της γυρεύει
κύμιν’, αλάτι, ρίγανη[9], και λυχναριών φυτίλια,
ούτε αλευροκρίθαρα ή στέφανα[10] να δίνει,
γιατ’ αν αθροίσεις τα μικρά, σου κάνουν δίχως άλλο,
τότε που λήγει η χρονιά, ένα ποσό μεγάλο.
Και χρηματοκιβώτια έχουν οι τσιγγουναίοι,
με σκουριασμένα τα κλειδιά[11], κι η μούχλα ως πέρα ζέχνει·
φορούνε δε ρούχα κοντά μέχρι ψηλά στα μπούτια,
και για τα λαδιαρώματα κρατούν μικρά ληκύθια[12]·
στην κεφαλή τις τρίχες τους σύρριζα τις ξυρίζουν[13]
μες στο καταμεσήμερο ξυπολητογυρίζουν[14].
Κι όταν φέρουν τα ρούχα τους να βάψουν στον βαφέα,
του λένε, σκόνη μπόλικη[15] να ρίξει, ώστε ωραία
να γίνουν· μη λερώσουνε, ταχιά μη βρωμιστούνε
-*[και να ’ναι ρούχα καθαρά πάντα, σαν τα φορούνε.]*-

Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ


[1] «Περὶ τῆς μικρολογίας ὁ Ἀριστοτέλης λέγει “ἔστι δὲ καὶ τῆς ἀνελευθε-ριότητος εἴδη πλείω, οἷον κίμβικάς τινας καλοῦμεν καὶ κυμινοπρίστας καὶ αἰσχροκερδεῖς καὶ μικρολόγους (Μεγ. Ἠθικ. Α, 24, 1192α,8)· ὥστε ὁ μικρο-λόγος εἶναι παραλλαγὴ τοῦ ἀνελευθέρου· (ἴδε ὁρισμὸν προηγουμένου χα-ρακτῆρος).» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[2] «Οἱ τόκοι ἐπληρώνοντο ὄχι εἰς τὸ τέλος τοῦ ἔτους ἀλλ’ εἰς τὸ τέλος ἑκάστου μηνός· ὁ μικρολόγος ὅμως ζητεῖ νὰ πληρωθῇ πρὸ τοῦ τέλους.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[3] «Οἱ λαμβάνοντες μέρος εἰς συσσίτια (κοινὰ γεύματἀ ἐπλήρωνον διὰ τὴν δαπάνην ἐν γένει τὸ ἀναλογοῦν εἰς καθένα ποσόν· διὰ τοῦτο ὁ μικρολόγος μετρᾷ τὰ ποτήρια ποὺ πίνουν οἱ ἄλλοι.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[4] «Η Άρτεμις εκαλείτο και Σελήνη και Εκάτη, εις την οποίαν έθεταν κάθε μήνα εις τα σταυροδρόμια οι πλούσιοι ψωμία, κρέατα, αυγά, και άλλα τινά φαγητά ως θυσίαν διά την υγείαν των και σωτηρίαν· οι δε πένητες ήρχοντο πεινασμένοι και τα έτρωγαν λέγοντες, ότι η Εκάτη έφαγεν αυτά.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845).

[5] «τρίχαλκον»· ήταν μικρό νόμισμα αξίας τριών χαλκών, ο δε χαλκός ήταν το 1/8 του οβολού.

[6] Οι πλουσιότεροι κάτοικοι του δήμου, με δικά τους έξοδα, πρόσφεραν δείπνο στους συνδημότες τους, και αυτό ονομαζόταν εστίασις.

[7] «και απαγορεύσαι τη γυναικί μήτε άλας χρηννύειν μήτε ελλύχνιον μήτε κύμινον μήτε ορίγανον μήτε ολὰς μήτε στέμματα μήτε θυηλή-ματα, …»

[8] «Τὸ χρηννύναι, χρηννύειν, εἶναι ρῆμα μεταγενέστερον γνωστὸν ἐξ ἐπι-γραφῶν καὶ γλωσσαρίων ἀντὶ τοῦ κίχρημῖδανείζω. (πρβλ. ὅμοιον σχημα-τισμόν: στανύειν = ἱστάναι.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[9] Το κύμινο και η ρίγανη χρησιμοποιούνταν πολύ στη μαγειρική κατά τους αρχαιοελληνικούς χρόνους, κάτι που συνεχίζεται έως και σήμερα.

[10] «μήτε ούλας, μήτε θυηλήματα»· επί λέξει σημαίνει: «μήτε κόλυβα, μήτε κολλάτσια» – «Τα κόλυβα ήσαν κριθάρι μεμιγμένον με άλας, το οποίον έχυναν επάνω εις τα ιερουργημένα ζώα, προτού να τα θυσιά-σουν (Παράβαλε το ουλοχύτας, Ιλιάδ. α’ 449). Τα δε κολλάτσια εκατασκευάζοντο από αλεύρι και μέλι, και τα εμεταχειρίζοντο εις τας θυσίας των.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845). – «Το κείμενο γράφει “ολαί” και εννοεί το κριθάρι και το αλάτι που συνήθιζαν να ρίχνουν στο κεφάλι του θύματος την ώρα της θυσίας. Τούτο είναι η mola salsa των Ρωμαίων. Τα στεφάνια εχρησίμευαν για να περιτυλίξουν το κεφάλι του θύματος και να του σκεπάσουν τα μάτια.» – «Το αλεύρι συνήθιζαν να το ρίχνουν επάνω στη φωτιά του βωμού, και ήταν είδος θυσίας, πριν επικρατήσει το έθιμο να σφάζουν τα ζώα.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939). – «Αἱ ὀλαὶ ἦσαν κριθάρι χονδροαλεσμένο μὲ ἅλας, ἐρράντιζον δὲ μὲ αὐτὰς τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος πρὸ τῆς θυσίας, ἀφοῦ τὴν ἐκόσμουν μὲ στέμματα καὶ ται-νίας.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[11] Βλέπε Επιστολή Ιακώβου, Α’ 1-6: «1 Άγιε νυν οι πλούσιοι, κλαύσατε ολολύζοντες επί ταις ταλαιπωρίαις υμών ταις επερχομέναις· 2 ο πλούτος υμών σέσηπε και τα ιμάτια υμών σητόβρωτα γέγονεν, 3 ο χρυσός υμών και ο άργυρος κατίωται, και ο ιός αυτών εις μαρτύριον υμίν έσται και φάγεται τας σάρκας υμών, ως πυρ εθησαυρίσατε εν εσχάταις ημέραις. 4 ιδού ο μισθός των εργατών των αμησάντων τας χώρας υμών ο απεστερημένος αφ’ υμών κράζει, και αι βοαί των θερισάντων εις τα ώτα Κυρίου Σαβαώθ εισεληλύθασιν. 5 ετρυφήσατε επί της γης και εσπαταλήσατε, εθρέψατε τας καρδίας υμών ως εν ημέρα σφαγής. 6 κατεδικάσατε, εφονεύσατε τον δίκαιον· ουκ αντιτάσσεται υμίν.» – «1 Ελάτε τώρα οι πλούσιοι, κλάψτε κραυγάζοντας γοερά για τις ταλαιπωρίες σας που επέρχονται. 2 Ο πλούτος σας έχει σαπίσει και τα ρούχα σας τα έχει φάει ο σκόρος. 3 Ο χρυσός σας και ο άργυρος έχουν σκουριάσει, και η σκουριά τους θα είναι μαρτυρία εναντίον σας και θα φάει τις σάρκες σας σαν φωτιά. Θησαυρίσατε για τις έσχατες ημέρες. 4 Ιδού, ο μισθός των εργατών που θέρισαν τα χωράφια σας και που τους τον έχετε στερήσει κράζει,, και οι κραυγές των θεριστών έχουν εισέλθει στα αυτιά του Κυρίου Σαβαώθ. 5 Ζήσατε τρυφηλή ζωή πάνω στη γη και σπαταλήσατε, θρέψατε τις καρδιές σας για την ημέρα της σφαγής. 6 Καταδικάσατε, φονεύσατε τον δίκαιο. Δε σας αντιστέκεται.» (http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh /Epistolh_Iakwbou/Epistolh_Iakwbou_kef.5.)

[12] «Στα ληκύθια αυτά έβαζαν λάδι ή άρωμα για ν’ άλείφουν την κόμη και το σώμα μετά το λουτρό.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[13] Στην αρχαιότητα έκοβαν τα μαλλιά τους σύρριζα οι δούλοι, οι φιλόσοφοι και οι αθλητές· ο τσιγγουνοφιλάργυρος (παραδόπιστος) κουρευόταν με την ψιλή σύρριζα, για να μη πληρώνει συχνά τον κουρέα.

[14] Περπατούσαν ξυπόλητοι για να μη φθείρουν τα υποδήματα, και έτσι έκαναν οικονομία!

[15] «Οἱ γναφεῖς πρὸς λεύκανσιν καὶ καθαρισμὸν τῶν φορεμάτων μετεχει-ρίζοντο γῆν Κιμωλίαν, Μηλιάδα, ἄργιλον, γύψον κλ. Ὁ μικρολόγος ἀπαι-τεῖ ἀπὸ τὸν καθαριστὴν νὰ βάλῃ πολὺ χῶμα εἰς τὸ φόρεμά του, διὰ νὰ ἀντέχῃ περισσότερον εἰς τὸν ρύπον.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com