Θεοφράστου Χαρακτήρες… (12)

Θεόφραστος (Τύρταμος ή Εύφραστος) ο Ερέσιος (372-287 π.Χ.)

by ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

12. [Ακαιρίας[1]] Φορτικότητα – Φορτικός / Ασυγχρόνιστος

Είναι η φορτικότητα φερσίματα και πράξεις
παράκαιρες, οχλητικές που σ’ άλλους θα διαπράξεις.
Ο φορτικός ο άνθρωπος διαλέγει μία ώρα,
οπού της απασχόλησης διανύει κάποιος τη μπόρα,
και πάει αναπάντεχα να τόνε συναντήσει,
γνώμη καλή και συμβουλές, ώστε να του ζητήσει.
Αν έχει αγαπητικιά που ο πυρετός την καίει,
της πάει κλαρινομπούζουκα[2] τον πόνο να γλυκαίνει.
Εάν καταδικάστηκε εγγυητής[3] σε δίκη,
πάει του ζητάει εγγύηση μετά την καταδίκη!
Συχνά στα δικαστήρια πάει να μαρτυρήσει,
για υποθέσεις που ’χουνε πια τελεσιδικήσει.
Πάει –και παρευρίσκεται– σε γάμους[4] καλεσμένος,
όπου κι εκεί κατηγορεί γυναίκες… ο καημένος.
Άρτι αφιχθέντες προσκαλεί, από πεζοπορία,
μαζί να συνεχίσουνε νέα οδοιπορία.
Για πράγμα που πουλήθηκε είν’ ικανός να φέρει
κάποιον δίνει πιο πολλά χρήματα – και στο χέρι.
“Νέα”, που άλλοι άκουσαν και που ο καθείς γνωρίζει,
πάει σ’ αυτούς οπού τα λεν, να τα ξαναϊστορίσει.
Με προθυμία περισσή, φροντίδα αυτός θα δείξει
μεγάλη, σε υπόθεση, που κάποιος πάει να κρύψει,
μα ντρέπεται να τ’ αρνηθεί. Και πάει και ζητάει
απομεινάρια κρέατος, ώστε κι αυτός να φάει,
απ’ το θυσιαστήριο μία μικρή μερίδα.
Τον βλέπεις πάει τρέχοντας σ’ όσους τρώνε ψωμάκι
ή που τυχόν επέστρεψαν από ’να ταξιδάκι,
και τους ζητάει –αδιάντροπα– τον τόκο των χρημάτων[5]
-*[σαν οπαδός της κάθαρσης – της των ανομημάτων.]*-
Αν, όμως, τύχει και συμβεί –κάποτε– παρ’ ελπίδα,
μπρος του να μαστιγώνουνε δούλο του – υπηρέτη[6],
«μόνος του αυτός κρεμάστηκε», τότε στους άλλους λέγει,
«όταν παλιά τον έδειρα, για κάποιο φταίξιμό του.»
Εάν βρεθεί διαιτητής, έναν έχει καημό του,
να ερεθίζει πιο πολύ όσους επιθυμούνε,
κι έχουν μοναδικό σκοπό το να συμβιβαστούνε.
Εάν σε διασκέδαση θελήσει να χορέψει,
έναν που δεν εμέθυσε[7] καλεί να συντροφέψει.

Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ


[1] «Τοῦ φορτικοῦ ἢ ἐνοχλητικοῦ διακρίνει ὁ Θεόφραστος τρία εἴδη· τὸν ἄκαιρον, τὸν ἀηδῆ καὶ τὸν περίεργον· ὁ πρῶτος εἶναι ἐνοχλητικὸς ἀπὸ ἀπερισκεψίαν καὶ ἔλλειψιν ἀνατροφῆς, ὁ δεύτερος ἀπὸ ἐγωϊσμόν, καὶ ὁ τρίτος ἀπὸ ζῆλον ποὺ γίνεται μὲ καλὴν μὲν πρόθεσιν ἀλλ΄ εἰς ἀκατάλ-ληλον καιρόν.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[2] «καὶ πρὸς τὴν αὑτοῦ ἐρωμένην κωμάζειν πυρέττουσαν» – «Κῶμος (καντάδα) συνήθως ἐλέγετο ἡ θορυβώδης παρέλασις νέων μεθυσμένων ποὺ διέτρεχον τὴν νύκτα κατόπιν συμποσίου τοὺς δρόμους τῆς πόλεως χορεύοντες καὶ τραγουδοῦντες.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940). – «Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι εσυνήθιζαν, όταν έφευγαν από δείπνο, να τρέχουν όλη τη νύχτα στούς δρόμους με αυλητρίδες, να πηγαίνουν στους φίλους των, να μεθούν και να ψάλλουν.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[3] «Ἐγγυηταὶ ἐζητοῦντο διὰ τὰ δάνεια, τὰς πωλήσεις, τὰς μισθώσεις κλπ. ἀντικαθίστων δὲ τοὺς ὀφειλέτας εἰς ὅλας των τὰς ὑποχρεώσεις καὶ ἐτι-μωροῦντο ἀντ΄ αὐτῶν.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[4] «Τὸ γαμήλιον γεῦμα ἐδίδετο εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατρὸς τῆς νύμφης· κατ΄ ἐξαίρεσιν δὲ αὐτὴν τὴν ἡμέραν αἱ γυναῖκες ἔτρωγον μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρας ἀλλ’ εἰς ἰδιαιτέραν τράπεζαν.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[5] Η διατύπωση εμφανίζεται με τις γραφές: α) «καὶ θύοντας καὶ ἀναλί-σκοντας ἥκειν τόκον ἀπαιτήσων», β) «και εσθίοντας και αναλύοντας ήκειν τόκον απαιτήσεων». Στην περίπτωση β, «Το αναλύω σημαίνει: γυρίζω εκ τινος οδού (Λουκ. Κεφ. ιβ’, στ. 36)» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845).

[6] «Εἰς τὴν ἀρχαίαν Ἑλλάδα ὁ κύριος εἶχεν ἀπόλυτον ἐξουσίαν ἐπὶ τῶν δούλων του καὶ ἠδύνατο νὰ τιμωρήσῃ αὐτοὺς αὐστηρότατα καὶ κατὰ δια-φόρους τρόπους· εἰς τὰς Ἀθήνας ὅμως μετεχειρίζοντο αὐτοὺς κάπως ἀνθρωπινώτερον.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[7] «Οἱ χοροὶ ῆσαν συνήθως διασκέδασις τῶν ἀρχαίων κατὰ τὰ συμπόσια, διεκρίνοντο δὲ εἰς δύο κατηγορίας· εἰς τὸν χορὸν τῶν ἐξ ἐπαγγέλματος χορευτῶν, ἰδίως γυναικῶν, τὰς ὁποίας πρὸς τέρψιν τῶν συμποτῶν ἐκάλει ὁ προσφέρων τὸ συμπόσιον, καὶ εἰς τὸν χορὸν αὐτῶν τῶν συμποτῶν, ὅταν ἤρχιζε νὰ ἐνεργῇ ἐπ΄αὐτῶν ὁ Βάκχος, διότι ἐνομίζετο ἀπρεπὲς νὰ χορεύῃ κανεὶς ἀμέθυστος.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940). – «Κατά το: “Εκάθησεν ο λαός φαγείν και πιείν, και ανέστησαν παίζειν.” (Α’ Κορινθ. Κεφ. ι’, στ. 7). Διότι ουδείς νηφάλιος χορεύει.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845). – «Όποιος έμπαινε στο χορόν έπρεπε νάναι μεθυσμένος. Αλλά ο φορτικός εδώ μου φαίνεται νάχει τα ελαφρυντικά πως ο ίδιος είναι μεθυσμένος κι έτσι δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσει ποιος είναι αμέθυστος.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com