Θεοφράστου Χαρακτήρες… (6)

Θεόφραστος (Τύρταμος ή Εύφραστος) ο Ερέσιος (372-287 π.Χ.)

6. [Απονοίας[1]] Ξεδιαντροπιά – Ξεδιάντροπος / Αναίσχυντος

Ξεδιαντροπιά πάει να πει αισχρά έργα και λόγια,
αφού ο ξεδιάντροπος τολμά σαν τα λαμόγια[2],
και είναι σ’ όλα έτοιμος βαρείς όρκους να δώσει,
για πράγματα αχρείαστα, αλλά με πίστη τόση,
ότι αυτόν πια τίποτα στ’ αλήθεια δεν τον μέλει,
αν έχει όνομα καλό ή βρίζει-τον όποιος θέλει.

Πρόστυχα μόνο φέρεται, συνέχεια κορδακίζει[3],
και κάνει αυτός το καθετί, και ό,τι του καπνίζει.
Χωρίς να πιει ούτε σταλιά, μήτε καν να μεθύσει,
χορεύει πουτανιάρικα[4]· και δίχως να καλύψει
με μια μάσκα το πρόσωπο, με φούρλες[5] και με τούμπες,
και μασκοφόρους κωμικούς κάνει κι αυτός αρλούμπες.
Μέσα στους θαυματοποιούς μπορεί για να τρυπώσει,
νομίσματα απ’ τους θεατές έτσι για να τσεπώσει·
και δεν αργεί για να πιαστεί στα χέρια με εκείνους
που δεν πληρώσανε να δουν τούτους τους θεατρίνους.

Ως ξενοδόχος[6], ικανός, κάθε δουλειά την κάνει
αισχρότατη κι ανήθικη – δεν παίρνει αυτός χαμπάρι·
έμπορος, εφοριακός[7], αφέντης σε μπορντέλο[8],
τελάλης, μα και μάγειρας, και παίχτης τζογαδόρος[9],
για όλα τούτα άξιος είναι κουμανταδόρος.

Δεν νοιάζεται αν η μάνα του ψοφάει από την πείνα[10],
αδιαφορεί αν συλληφθεί να κλέβει με… τη χείρα,
κι είναι τον πιο πολύ καιρό στη φυλακή κλεισμένος,
παρά μες στο σπιτάκι του ήσυχα αραγμένος.

Στους δρόμους όπου περπατά δεν τον μέλει καθόλου
αν γύρω του συνάζεται όχλος – λαός διαβόλου,
κι αρχίζει αυτός να τους μιλά με μια φωνή βροντώδη,
τους βρίζει και τον βρίζουνε – κι είν’ όλα κοπιώδη,
κάποιοι πηγαίνουν προς τα κει, γι’ αλλού τραβάνε άλλοι,
κάμποσ’ άκουσαν στην αρχή· -*[και σαν είδαν το χάλι]*-
για λίγο μόν’ ανέχτηκαν αυτές τις φλυαρίες,
κι ελάχιστοι ως τον τελειωμό άκουσαν τ’ς αηδίες.

Θαρρεί ο ξεδιάντροπος πως είν’ καλό να πάει
σε πανηγύρια, τ’ απρεπή σ’ άλλους να τσαμπουνάει.
Δεινότατος δικομανής, τον βίον του διάγων,
πότε ως εναγόμενος και πότε ως ενάγων,
αλλά τα δικαστήρια συνήθως τ’ αποφεύγει,
ή σαν βρεθεί στις αίθουσες ψεύτικο όρκο παίρνει.

Όταν είναι ενάγοντας στο δικαστήριο πάει·
φοράει τη χλαμύδα του, πολλά “ντοσιέ”[11] κρατάει,
ένα σωρό δικόγραφα είναι στα δυο του χέρια,
μ’ άνεση τα χειρίζεται και με πολλή ευχέρεια.
Χαίρεται να ’ναι η κεφαλή στον συρφετό – στον όχλο,
δανείζει στον φτωχόκοσμο μ’ υπέρογκο τον τόκο·
τα τρία “ημιωβόλια” ως τόκο κάθε μέρα[12],
στου κέρδους του παράλογου κινούμενος τη σφαίρα.

Για να κάνει την είσπραξη απ’ όσους του χρωστάνε
σε μαγειρειά, ψαράδικα, τα πόδια του τραβάνε[13],
αλλά και στα μπακάλικα· το χρήμα που συνάζει,
μπουκώνει τα τσιαούλια του – στο στόμα του το βάζει![14]
Σαν τούτον, ενοχλητικοί, κανένας δεν τους φτάνει,
και στις βρισιές η γλώσσα τους τρέχει – πάει ροδάνι·
άνθρωποι που αρέσκονται στο να βροντομιλάνε,
στα μαγαζιά, στην αγορά, και όπου περπατάνε.

Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ


[1] «Ὁ ἔχων τὸν Χαρακτῆρα τοῦτον εἶναι ἀνόητος, ἀλόγιστος, ἀσυνείδητος, διὰ τοῦτο ἀνέχεται ὅλα τὰ αἰσχρά· ὁμοιάζει κάπως μὲ τὸν ἀναίσχυντον καὶ βδελυρόν, ἀλλ’ ὁ μὲν ἀναίσχυντος ὠθεῖται εἰς τὰς αἰσχρὰς πράξεις ἕνεκα κέρδους, ὁ δὲ βδελυρὸς ἀπὸ κακὴν ἀνατροφήν, ἐνῷ ὁ ἀπονενοημένος εὑρίσκει εὐχαρίστησιν νὰ προσβάλῃ τὴν ἀξιοπρέπειάν του.» (Σημ. Εμμ. Δαυΐδ, 1940).

[2] λαμόγιο: αυτός που υποκρίνεται τον αγοραστή για να προσελκύσει πελάτες για χάρη κάποιου άλλου· που επωφελείται εξαπατώντας κι έπειτα αποχωρεί· η πράξη στο σύνολό της αποκαλείται λαμογιά· αυτός που τρώει τα λεφτά του άλλου.

[3] κορδακίζω: χορεύω άσεμνα· «Τον κόρδακα χόρευαν στις κωμωδίες, ήταν αισχρός και ασελ­γής, και έπρεπε να είναι κανένας μεθυσμένος για να τον χορέψει, ειδεμή τον τιμωρούσαν. Ό Δημοσθένης κατηγορεί την αυλή του Φι­λίππου για τα μεθύσια και τούς κορδακισμούς.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[4] «κωμαστικώ χωρώ» (κωμικό χορό, αλλά προκλητικό).

[5] φούρλα: στροφή στον χορό.

[6] «Τὰ πανδοχεῖα (ξενῶνες), ὅπου κατέλυον ἄνθρωποι κατωτέρας κοινωνι-κῆς τάξεως, εἶχον κακὴν φήμην καὶ ἐθεωροῦντο μέρη διαφθορᾶς· “πάντα τὰ περὶ τὴν καπηλίαν καὶ ἐμπορίαν καὶ πανδοκείαν γένη διαβέβληται καὶ ἐν αἰσχροῖς γέγονεν ὀνείδεσι” (Πλάτ. Νομ. XI, 918d).» (Σημ. Εμμ. Δαυΐδ, 1940).

[7] «τελωνήσαι» (τελώνης)· «Τελώνης ήταν ο Ενοικιαστής των δημοσίων φόρων. Το Επάγ­γελμα αυτό ήταν δυσφημισμένο στην Αθήνα, γιατί το εξασκούσαν με τεχνάσματα και πονηρίες..» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[8] «πορνοβοσκήσαι».

[9] «Τὸ πάθος τῆς κυβείας ἦτο πολὺ διαδεδομένον εἰς ὅλας τὰς τάξεις, διὰ τοῦτο καὶ πολλὰ κυβεῖα ὑπῆρχον. Ἡ μανία αὐτὴ ἔδωσε ἀφορμὴν καὶ ὕλην εἰς τὴν μέσην κωμῳδίαν· κωμῳδίαι τινὲς ἔφερον τὸν τίτλον κυβευταί.» (Σημ. Εμμ. Δαυΐδ, 1940).

[10] Στην Αθήνα η εγκατάλειψη των γονιών θεωρείτο έγκλημα και τιμωρείτο με νόμο, από τα χρόνια του Σόλωνα και δώθε.

[11] εχίνος: «Ὁ ἐχῖνος ἦτο θήκη ποὺ εἶχε τὴν μορφὴν τοῦ γνωστοῦ ζῴου· μέσα εἰς αὐτὴν ἔθεταν μαρτυρίας καὶ ἄλλα δικαστικὰ ἔγγραφα, τὰ ὁποῖα ἐσφράγιζον καὶ κατέθεταν εἰς τὸ δικαστήριον διὰ νὰ χρησιμοποι-ηθοῦν κατὰ τὴν δίκην.» (Σημ. Εμμ. Δαυΐδ, 1940).

[12] «Η Αττική δραχμή άξιζεν 6 oβολούς, ο δε οβολός κάτι περισσότερον από 1 γροσσίκι, ό εστι 4 κραϊτσάρια αργυρά. Όθεν η δραχμή αναλογεί με το παρ’ ημίν χάρτινον φιορήνιον, ή με το παρά Γάλλοις φράγκον, και με το παρά Ρωμαίοις δηνάριον (Ματθ. Κεφ. κ’. στ. 13).» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845). – Δηλ. ο τόκος ήταν 25%, όταν ο νόμιμος τόκος στην Αθήνα ήταν 16-18%. – «Η λέξη οβολός που σήμαινε “μικρό σουβλί” προέρχεται από το σχήμα των πρώτων νομισμάτων, τα οποία ήταν μακρόστενες μεταλλικές μυτερές βέργες. Η λέξη αυτή παρέμεινε όταν τα νομίσματα πήραν μικρή στρογγυλή μορφή και από κει και πέρα χρησιμοποιήθηκε για τα νομίσματα αυτά μικρής ονομαστικής αξίας. Χαρακτηριστικό είναι επίσης, ότι ο οβολός έμμεσα έδωσε την αφορμή για την ονομασία της δραχμής, αφού μια δραχμή αντιστοιχούσε σε 6 οβολούς, δηλαδή τόσους όσους μπορεί να κρατήσει (να “δράξει”) το χέρι. Η λέξη obulus χρησιμοποιήθηκε αργότερα και από τους Ρωμαίους για να χαρακτηρίσουν τα χρήματα, ενώ ακόμα και ο οβελίσκος (π.χ. ο Οβελίσκος του Θεοδοσίου Α’) προέρχεται από αυτήν την ελληνική λέξη, λόγω του μακρόστενου σουβλερού σχήματος που είχε. | Εκτός από το συγκεκριμένο νόμισμα, οβολό ονομάζουμε ένα μικρό ή συμβολικό ποσό το οποίο παραθέτουμε, δωρίζουμε, ή προσφέρουμε οικειοθελώς. | Στην Ελληνική Μυθολογία ο οβολός είναι το συμβολικό ποσό που κόστιζε η μεταφορά στον Άδη από τον Χάροντα και γι’ αυτό βρίσκουμε στους τάφους το νόμισμα αυτό. | Επίσης οβολός ονομάζεται το νόμισμα που κόπηκε το 1819 στα νησιά του Ιονίου.» (Wikipedia).

[13] Στην αρχαιότητα υπήρχε η συνήθεια να συγκεντρώνεται φτωχός κόσμος σε διάφορα καταστήματα, όπου και συζητούσε τα επίκαιρα θέμα-τα ή άλλα πολιτικά ή μη ζητήματα που τους απασχολούσαν. Ιδίως στα καταστήματα που εδώ ο συγγραφέας αναφέρει: μαγειρεία, ιχθυοπω-λεία, ταριχοπωλεία και άλλα καταστήματα της ίδιας κατηγορίας.

[14] Στην αρχαιότητα συνήθιζαν οι έμποροι να βάζουν στο στόμα τους μικρά νομίσματα (κέρματα), παράδοση που τη συναντάμε να επιβιώνει μέχρι σήμερα σε πωλητές προϊόντων σε λαϊκές αγορές.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com