Θεοφράστου Χαρακτήρες… (14)

Θεόφραστος (Τύρταμος ή Εύφραστος) ο Ερέσιος (372-287 π.Χ.)

by ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

14. [Αναισθησίας[1]] Μωρία – Μωρός / Καθυστερημένος

Μωρία είναι της ψυχής η κάθε οκνηρία,.
με λόγια κι έργα δείχνεται και με την αφασία.
Αφού με ψήφους ο μωρός βρει τι έχει καπιτάλι,
κάθε παρακαθήμενο ρωτά: «Τι αξίζει, πόσο κάνει;[2]»
Κι ενώ έχει δίκη –σίγουρα– σε μέρα ορισμένη,
κάνει ότι τη λησμονεί και στον αγρό πηγαίνει.
Στο θέατρο μονάχος του μένει, κι εκεί κοιμάται.
Σαν φάει πολύ αποβραδίς τη νύχτα δεν κοιμάται.
Σηκώνεται σιγά – σιγά και πάει να ξαλαφρώσει,
μα το σκυλί του γείτονα, εκεί, θα τον δαγκώσει[3].
Όταν του δώσουν κατιτίς, ο ίδιος θα το κρύψει,
αλλά να το ’βρει δεν μπορεί, σαν το αναζητήσει.
Όταν μάθει πως πέθανε παλιό του φιλαράκι,
πηγαίνει στην κηδεία του· και χρώμα κιτρινάκι
παίρνει το προσωπάκι του, και δακρυσμένος λέγει:
«Ώρα καλή σου, φίλε μου[4].» -*[Και να τον περιμένει.]*-
Αν του χρωστάνε χρήματα και του τα επιστρέψουν,
θέλει να έχει μάρτυρες, ώστε να τον πιστέψουν.
Βρίζει τον υπηρέτη του, που έστειλε για ψώνια,
που μες στο καταχείμωνο δεν του ’φερε πεπόνια.
Εξαναγκάζει τα παιδιά και τα κατακουράζει,
να κλέβουν και να τρέχουνε, διδάσκει και διατάζει.
Όταν πηγαίνει στον αγρό φακή έχει στο τσουκάλι,
λύσσα στ’ αλάτι το φαΐ, στο στόμα δεν θα βάλει.
Μέσα σε νύχτα βροχερή, που αστραφτομπουμπουνίζει,
λέει: «Ξάστερος ουρανός, π’ αστερολαμπυρίζει»,
κι ας λεν οι άλλοι «ο ουρανός, σαν πίσσα είναι μαύρος![5]»
-*[Αυτός, μέσα στον κόσμο του είναι μωρός και λάβρος.]*-
Εάν κανείς ερώτημα άμεσα του απευθύνει:
«Πόσοι νεκροί επέρασαν εις την Ηρία πύλη;[6]»
Αυτός θα δώσει απάντηση –*[χωρίς αιδώ, με μπρίο:]*-
«Όσοι θα θέλαμε μαζί να ’χαμε και οι δύο![7]»

Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ


[1] «Ὁ ἀναίσθητος, ὡς περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Θεοφράστου, εἶναι ἄνθρωπος ποὺ δέν ἐχει τὸν νοῦν εἰς τὸ κεφάλι του, ἀφῃρημένος, ξεχασμένος.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940). – «Ως έν ξεχωριστόν της αναισθησίας παράδειγμα ημπορεί να ήναι το εφεξής. Ένας ονηλάτης, αφ’ ου ηρίθμησε τους όνους του, βλέπων, ότι έλειπεν ένας, επαραπονείτο, και άρχισε να κάμη κλέπτας τους γείτονάς του, αλησμονών, ότι εκαββαλίκευσεν εκείνον τον όνον, τον οποίον ενόμιζε χαμένον.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845).

[2] «Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες καὶ Ρωμαῖοι ἔκαμνον τοὺς λογαριασμούς των μὲ ψήφους, δηλ. μικρὰ καὶ λεῖα λιθάρια, τὰ ὁποῖα ἐτοποθέτουν ἐπὶ ἑνὸς ἀβακίου χωρισμένου εἰς στήλας· ἔτσι ἐγίνοντο αἰσθηταὶ ἀκόμη καὶ αὐταὶ αἱ σύνθετοι ἀριθμητικαὶ πράξεις. Τοιαῦτα ἀβάκια διεσώθησαν μέχρι σήμερον.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[3] «Φαίνεται να μην είχαν οι Έλληνες ίδια αναγκαία [απόπατους – W.C.], ως ημείς, αλλά να εμεταχειρίζοντο τα δημόσια, εις τα οποία ευρίσκετο και νερόν διά νίψιμον. Ο αναίσθητος λοιπόν θέλων να υπάγη εις την κοινήν χρείαν [τουαλέτα], αλησμονεί και εμβαίνει εις το οσπήτι του γείτονος, όπου τον δαγκάνει ο σκύλος του.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845). – «Οι αρχαίοι δεν είχαν αποχωρητήρια. Είναι γνωστή η κωμική
σκηνή του Αριστοφάνη που δύο γειτόνοι τυχαίνει να συναπαντηθούν
σε μια τέτοια νυχτερινήν έξοδο και να συζητούν ήσυχα για τις οικονομίες των, ενώ εκτελούν, στον ίδιο καιρό, το σκοπό της εξόδου των.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[4] «Ο Θεόφραστος γράφει αγαθή τύχη· οι αρχαίοι είχαν τη δεισιδαιμο-νία να πιστεύουν ότι αν, αρχίζοντας μίαν επιχείρηση, έλεγαν στην τύχη κάποιες λέξεις θα ήσαν καλοί ή κακοί οιωνοί. Το αγαθή τύχη το έλεγαν σε συμφωνία γάμου,σε πολεμική εκστρατεία, σε συμμαχία, σε συνθήκη, ενώ ο μωρός το λέγει σε λυπηρό άκουσμα.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[5] «Ἡ γραφὴ τῶν χειρογράφων εἶναι: “καὶ τοῦ Διὸς ὕοντος λέγειν ἡδὺ γε τῶν ἄστρων, ὅτε δὴ καὶ οἱ ἄλλοι λέγουσι πίσσης”· ἀλλὰ τί σημαίνουν τὰ γριφώδη ταῦτα; Ὁ Κοραῆς θεωρεῖ τὸ χωρίον τοῦτο ὡς τὸ δυσκολώτατον πάντων, ὁ δὲ Casaubon τὸ ὀνομάζει locum desperatum. Αἱ πολλαὶ καὶ ποικί-λαι διορθώσεις τῶν σοφῶν κριτικῶν δὲν κατώρθωσαν νὰ τὸ θεραπεύυουν διὰ τοῦτο καὶ οὐδεμία ἐξ αὐτῶν ἐπεκράτησεν, ὥστε νὰ εἰσαχθῇ εἰς τὸ κεί-μενον. Αἱ λέξεις ἡδύ, τῶν ἄστρωνπίσσης, φέρουν εἰς τὸν νοῦν δύο φρά-σεις συνήθεις τῆς νέας Ἑλληνικῆς· δηλ. τὴν “εἶναι ἀστροφεγγιά”, ὅταν πρόκειται περὶ αἰθρίας νυκτός, καὶ “εἶναι πίσσα σκοτάδι”, ὅταν πρόκειται περὶ βροχερῆς καὶ σκοτεινῆς. Αἱ φράσεις αὗται δύνανται ἴσως νὰ δια-φωτίσουν τὸ ζήτημα. Ὑποθέτω δηλ. ὅτι ἡ περιεχομένη εἰς τὸ χωρίον τοῦτο ἔννοια εἶναι· ‘καὶ ὅταν τὴν νύκτα βρέχη, ὁ ἀναίσθητος λέγει· “εἶναι ἀστρο-φεγγιά”, ὅταν οἱ ἄλλοι λέγουν “εἶναι σκοτάδι πίσσα”’. Ἀλλὰ διὰ νὰ ἐξα-χθῇ τοιαύτη ἔννοια, εἶναι ἀνάγκη νὰ μεταβλητῇ καὶ τὸ ἀρχαῖον κείμενον ὡς ἑξῆς· “καὶ τοῦ Διὸς <νυκτὸς> ὕοντος λέγειν· ἡδύ γε τῶν ἄστρων <τὸ φῶς>, ὅτε δὴ καὶ οἱ ἄλλοι λέγουσι πίσσης <σκότος>. Ὁμολογῶ ὅτι ἡ ὑπό-θεσίς μου εἶναι τολμηρὰ ὄχι ὅμως καὶ χειροτέρα ἄλλων.» (Ε. Δαυΐδ, 1940).

[6] Από το ηρίον = τάφος, μνήμα, λεγόταν Ηρία ή Ηριαία πύλη, στην Αθήνα, η ανατολική πύλη, που οδηγούσε στο νεκροταφείο Κεραμεικού.

[7] Ο Θεόφραστος δείχνει το τι ασυναρτησίες μπορεί να ‘πεί ένας μωρός.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com