Θεοφράστου Χαρακτήρες… (9)

Θεόφραστος (Τύρταμος ή Εύφραστος) ο Ερέσιος (372-287 π.Χ.)

by ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

9. [Αναισχυντίας] Αναισχυντία – Αναίσχυντος / Αδιάντροπος

Αν κάπου την υπόληψη για την αισχροκερδία[1],
περιφρονείς κατάφατσα, αυτό ’ναι αναισχυντία.
Πάντοτε ο αναίσχυντος μπορεί και να ζητάει
χρήματα για να δανειστεί, κι απ’ όποιονε χρωστάει,
κι ούτ’ έχει αυτός ποτέ σκοπό το χρέος να εξοφλήσει,
πάει θυσιάζει στους θεούς, τα σφάγια αλατίζει,
κι αφού φιλάει σεμνότυφα κάθε κομμάτι κρέας,
πάει και δειπνεί σ’ αλλότριο τραπέζι άλλης παρέας[2].
Εκεί μπροστά απ’ τον ντουνιά τον υπηρέτη[3] κράζει,
του δίνει κρέας και ψωμί κι ύστερα του φωνάζει:
«Πάρε-τα τούτα Τίβειε[4], φάγε-τα να χορτάσεις.»
Όταν πάει στην αγορά, πώς να τόνε προφτάσεις;
Θυμίζει στον χασάπη του ότι του ’χε συνδράμει,
γι’ αυτό κατά το ζύγισμα κάτι πιο πάνω ας βάλλει,
ένα κοψίδι τοσοδά ή κάποιο κοκαλάκι,
να κάνει στη σουπίτσα του πιο νόστιμο ζουμάκι…
Αν ο χασάπης με θυμό τόνε παρεμποδίσει,
αυτός μ’ ένα χαμόγελο άντερο θα τσιμπήσει,
θα φύγει, θ’ απομακρυνθεί με χάχανα στη στράτα.
Κι όταν για ξένον αγορά κάνει μιας θέσης, τάχα[5],
να ’ναι θεάτρου θεατής, αυτός πάλι τρυπώνει,
χωρίς καν εισιτήριο ποτέ του να πληρώνει[6],
την δ’ άλλη μέρα θεατής μ’ όλη τη φαμελιά του,
τη σύζυγο, τον δάσκαλο, και όλα τα παιδιά του!
Εάν γνωστός του πράγματα φτηνά έχει αγοράσει,
θα του γυρέψει απ’ αυτά, για να τόνε κεράσει.
Πάει και ζητάει δανεικά άχυρα και κριθάρι,
και απαιτεί στο σπίτι του ο άλλος να του τα πάει.
Πάει στα καζάνια του λουτρού, παίρνει νερό με γκιόμα[7],
και περιλούζεται μ’ αυτό σ’ ολόκληρο το σώμα…
Ούτε που ακούει τις φωνές – τα λόγια του λουτράρη,
αυτός το ίδιο του βιολί, και δεν παίρνει χαμπάρι.
Φεύγοντας δε απ’ το λουτρό, του λέει με καμάρι:
«Ε! Τώρα οπού λούστηκα, δεν σου χρωστώ και χάρη![8]

Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

 


[1] «Ὁ Ἀριστοτέλης λέγει περὶ τοῦ χαρακτῆρος τούτου. “Ὁ μηδεμιᾶς φρο-ντίζων δόξης ἀναίσχυντος” (Ἠθικ. Εὐδ. ΙΙΙ 7 1233β 26)· ὁ δὲ Πλάτων ὁρίζει τὴν ἀναισχυντίαν ὡς ἑξῆς· “ἕξις ψυχῆς ὑπομονετικῆς ἕνεκα κέρδους” (Ὁρισμ. 417). Ὁ ὁρισμὸς τοῦ Θεοφράστου συμφωνεῖ μᾶλλον μὲ τὸν ὁριομὸν τοῦ Πλάτωνος – ἡ ἀναισχυντία δηλ. δὲν λαμβάνεται ἐδῶ μὲ τὴν συνήθη γενικὴν σημασίαν (ἀδιαντροπιά) ἀλλὰ μὲ ἔννοιαν περιωρισμένην ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὸ κέρδος ἢ τὸ συμφέρον. Εἶναι λοιπὸν φιλαργυρία τῆς ὁποίας ὁ Θεόφραστος εἰς τοὺς Χαρακτῆράς του διακρίνει τέσσαρα εἴδη, ἀναισχυντίαν, αἰσχροκέρδειαν (30) ἀνελευθερίαν (22) καὶ μικρολογίαν (10). Ὁ μικρολόγος καὶ ἀνελεύθερος εἶναι γλίσχροι, ὁ δὲ αἰσχροκερδὴς καὶ ἀναίσχυντος πλεονέκται, ὅλοι δὲ μαζὶ ἀποβλέπουν εἰς τὸ κέρδος.» (Σημ. Εμμ. Δαυΐδ, 1940).

[2] Υπήρχε παλαιό έθιμο, όταν τέλειωνε η θυσία, ο προσφέρων θυσία να στείλει τεμάχιο κρέας σε φίλους του ή να προσκαλέσει αυτούς σε δείπνο και να φάνε μαζί –παρέα– τα εναπομείναντα κρέατα.

[3] «Εσυνείθιζαν οι Παλαιοί, όταν επήγαιναν εις κανένα συμπόσιον, να παίρνουν μαζί των έναν δούλον, όστις εστέκετο όπισθεν του Αυθέντου εις όλον τον καιρόν της τραπέζης, διά να ήναι πρόχειρος, αν ήθελε προστάξει τίποτε.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845).

[4] Τίβειος: όνομα δούλου, κι αναφέρεται κυρίως από ποιητές κωμωδιών.

[5] «Κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Μεγάλων Διονυσίων συνέρρεον εἰς τὰς Ἀθήνας πολλοὶ ξένοι, εἰς τοὺς ὁποίους ἐνοικίαζον οἱ κάτοικοι δωμάτια εἰς τὰ σπί-τια των, διότι δὲν ὑπῆρχον ἀρκετὰ ξενοδοχεῖα.» (Σημ. Εμμ. Δαυΐδ, 1940).

[6] «Ὁ ἀναίσχυντος εἰσήρχετο εἰς τὸ θέατρον χωρὶς εἰσιτήριον ἢ ἀπαρατή-ρητος ἕνεκα τοῦ συνωστισμοῦ ἢ πιθανὸν καὶ κατόπιν συμφωνίας μὲ τὸν θεατρώνην, διότι εἶχεν ἀγοράσει ἀρκετὰ εἰσιτήρια διὰ τοὺς ξένους του.» (Σημ. Εμμ. Δαυΐδ, 1940).

[7] Βλαχιστί γκιόμâ ή γκιούμâ, και μπόντου, υποκ. μπουντίκου και μπουντίκâ (γκιουμάκι) γραικιστί γκιούμι: πρόκειται για χάλκινο δοχείο που μοιάζει με μεγάλη κανάτα ή μεγάλη στάμνα, που κλείνει με χάλκινο καπάκι· χρησιμοποιείται για νερό πόσιμο και μη, συχνά όμως για δουλειές της κουζίνας·  η θέση του ήταν συχνά πάνω σε φωτιά, για να υπάρχει στο σπίτι ζεστό νερό για πλύσιμο των πιάτων στον νεροχύτη, και για κάθε άλλη χρήση (λούσιμο κ.λπ.). – «Χαλκεῖον ἐλέγετο τὸ χάλ-κινον σκεῦος ἰδίως ὅμως ὁ λέβης τοῦ λουτροῦ, ὅπου ἐθερμαίνετο τὸ νερὸ πρὸς λοῦσιν, ὁ καὶ ἄλλως λεγόμενος ἰπνολέβης. Ὁ λουόμενος μετὰ τὸ λουτρὸν ἐστέκετο ἐκεῖ κοντὰ καὶ ὁ ὑπάλληλος τοῦ λουτροῦ τὸν περιέχυνε μὲ τὸν κάδον ἀντὶ μικρᾶς ἀμοιβῆς ποὺ ἐλέγετο ἐπίλουτρον· τοῦτο κάμνει μόνος του ὁ ἀναίσχυντος, διὰ νὰ μὴ πληρώση.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[8] «Τούτο είναι μία αστειότης Αττική. Ο δε αναίσχυντος του νυν καιρού ήθελεν ειπεί χονδρά, καθώς ημπορεί έκαστος να το νοήση μόνος, χωρίς να το ειπώ εγώ· διότι αισχρόν εστι λέγειν.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845). – Ο Γ. Ζαχαριάδης δεν αναφέρει ποια ήταν η «αστειότης» στην εποχή του, το 1845, που ήταν «αισχρόν λέγειν». Εικάζω, όμως, ότι στην εποχή μας είναι οι φράσεις: «άι σιχτίρ» ή «τράβα στον διάβολο» ή «άι γαμήσου» και άλλες συναφείς εκφράσεις.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com